Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2006

Μ'ακούς;

...Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ'αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος απο παντού,
για το μικρό το πόδι σου μεσ τ'αχανή σεντόνια
να μαδάω γιασεμιά
κι έχω τη δύναμη αποκοιμισμένο,
να φυσώ να σε πηγαίνω
μες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ'έχουν τα κύματα
πώς χαϊδεύεις , πως φιλάς
πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "'ε"
τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ'αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
τα δετά τριαντάφλλα, και το νερό που κρυώνει
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπώ
πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
μες τους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω απο σένα και ν'αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ'αλλού φερμένο
δεν τ'αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ'ακούς
είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμον αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ'ακούς
δεν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ'ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό, μ'ακούς Μαχαίρι
σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ'ακούς
Είμ'εγώ, μ'ακούς
Σ'αγαπώ, μ'ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ'ακούς
Πού μ'αφήνεις, πού πάς καί ποιός, μ'ακούς
σού κρατεί τό χέρι πάνω απ'τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
θά'ρθει μέρα, μ'ακούς
νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
λαμπερά θά μάς κάνουν πετρώματα, μ'ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, μ'ακούς
τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
στά νερά ένα-- ένα , μ'ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ'ακούς
κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ'ακούς
όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ'ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ'ακούς
ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ'ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ'ακούς
τής αγάπης
μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς, μ'ακούς
Σ'άλλη γή, σ'άλλο αστέρι, μ'ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ'ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ'ακούς
νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ'ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
από τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ'ακούς
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ'ακούς
μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω, μ'ακούς
Σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, μ'ακούς...

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ'άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
να σε βλέπω μισό να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον παράδεισο...

Οδυσσέας Ελύτης
Μονόγραμμα