Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Εσύ τί θα έκανες;


Το 2004, ένα βράδυ του Φεβρουαρίου που έκανε τσουχτερό κρύο. γύρω στις 11:00 το βράδυ ξεκίνησα από το ύψος της πλατείας Κύπρου στην λεωφόρο Θησέως στην Καλλιθέα να κατευθύνομαι προς την Χαροκόπου.
Είχα πάει σε μια φίλη μου για καφέ και επέστρεφα σπίτι. Φόραγα ένα φουσκωτό μαύρο μπουφάν, αθλητικά ρούχα και παπούτσια και είχα τα μαλλιά μου πιασμένα αλογοουρά. Δεν ήμουνα ελκυστική, θα έλεγα μάλλον ότι είχα το μαύρο μου το χάλι. Είχαμε εξεταστική και η περιποιήση ήταν το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μας.
11 το βράδυ στην Αθήνα δεν το λες "αργά", το λες "πιάσαμε τη κουβέντα και ψιλοκαθυστέρησα". Συνήθως όταν έφευγα απ'τη φίλη μου τέτοιες ώρες έπαιρνα το 040 που η στάση του ήτανε 100 μέτρα από το σπίτι της και με άφηνε 50 μέτρα από το δικό μου. Εκείνο το βράδυ όμως, όπως και άλλα προηγούμενα βράδυα, ήθελα να περπατήσω, να νιώσω τον κρύο αέρα στο πρόσωπο μου και να καθαρίσει το μυαλό μου από βιοχημείες, ένζυμα και καταλύτες. Άλλωστε ήτανε μόνο 15-20 λεπτά απόσταση με τα πόδια.
Κάπου στο 1/3 της διαδρομής είδα απέναντι μου να περπατάει στο ίδιο πεζοδρόμιο με εμένα αλλά με αντίθετη κατεύθυνση ένας Πακιστανός. Δεν έδωσα περεταίρω σημασία αν και κατάλαβα ότι ο τύπος πλέον κατευθυνόταν κατά πάνω μου. Φοβήθηκα, αλλά σκέφτηκα ότι στο χάλι που ήμουνα δε θα μπορούσε να θέλει κάτι από εμένα.
Μόλις με πλησίασε μου μίλησε με σπαστά αγγλικά και ακόμη πιο σπαστά ελληνικά και με ρώτησε που είναι ο σταθμός του Ταύρου. Του εξήγησα ότι πρέπει να αντιστρέψει την κατεύθυνση του, να συνεχίσει ευθεία μέχρι την Αγίων Πάντων και μετά να στρίψει αριστερά. Έπρεπε δηλαδή να ακολουθήσει την ίδια πορεία με εμένα. Δεν του το είπα όμως αυτό, ήμουν προσεχτική στις λέξεις που χρησιμοποίησα.
Πριν προλάβει να με ευχαριστήσει ξεκίνησα να περπατάω παριστάνοντας την βιαστική, σαν να κάποιος να με περίμενε. Άρχισε να με ακολουθεί. Όχι να περπατάει στην ίδια κατεύθυνση με εμένα, να με ακολουθεί. Η διαφορά ήταν εμφανής. Επιτάχυνα το βήμα μου, το ίδιο και αυτός. Προσπάθησα να μεγαλώσω την παράλληλη απόσταση μεταξύ μας, όμως ήταν μάταιο. Όσο εγώ την μεγάλωνα τόσο αυτός τη μίκραινε. Έφτασε να περπατά στο πλάι μου και προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή μου. Μου μίλαγε πάλι σπαστά αγγλικά αλλά δεν καταλάβαινα τί ήθελε να πει. Επέμενε, έβγαλε τσιγάρα και μου πρόσφερε. Του είπα πως δεν θέλω και επιτάχυνα ακόμη παραπάνω το βήμα μου, σχεδόν έτρεχα.
Είχα πλησιάσει το στενό που έπαιρνα για συντόμι στο σπίτι μου. Θυμήθηκα τη συμβουλή κάποιου φίλου "Αν ποτέ καταλάβεις ότι σε ακολουθεί κάποιος μην μπεις ποτέ σε στενό ή σκοτεινό δρομάκι, μείνε κάπου που έχει φώς και κόσμο". Συνέχισα λοιπόν να περπατώ στη λεωφόρο, κι αυτός από δίπλα. Φτάσαμε στην Αγίων Πάντων, σταμάτησα, γύρισα προς το μέρος του και του είπα πως από εδώ στρίβει για το σταθμό.
Μου χαμογέλασε και μου ζήτησε να τον πάω μέχρι εκεί. Αρνήθηκα και συνέχισα την πορεία μου και αυτός συνέχισε να με ακολουθεί. Ζητούσε ψευτοευγενικά να τον πάω στο σταθμό. Ο τόνος της φωνής μου άρχισε να υψώνεται. Στο μυαλό μου έψαχνα τρόπο διαφυγής. Πλέον έπρεπε αναγκαστικά ή να μπω σε δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι μου ή να μην πάω σπίτι. Τη σκηνή είδε μια νεαρή που περιμένε στη στάση. Κάποιος θα περίμενε πως θα με βοηθούσε. Αντί για αυτό όμως, σηκώθηκε και έφυγε από τη στάση. Είχα αρχίσει πλέον να πανικοβάλλομαι. Το σουβλατζίδικο της γωνίας ήταν κλειστό για να μπώ μέσα και ο τύπος επέμενε και άρχισε να απλώνει τα χέρια του για να αρπάξει το μπράτσο μου.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο περνούσε ένας κύριος. Είμαι σίγουρη πως οι φωνές μου ακούγονταν μέχρι εκεί. Δεν έχασα όμως ευκαιρία και άρχισα να φωνάζω ακόμη πιο δυνατά. Άρχισα να φωνάζω προς τον κύριο και του ζητούσα τη βοήθεια του. Ο κύριος του απέναντι πεζοδρομίου δεν γύρισε καν να με κοιτάξει, συνέχισε την πορεία του.
Τότε, γύρισα με αποφασισμένο βλέμα προς τον τύπο που με ακολουθούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή, σαν να του έλεγα πως όλα θα τελιώσουν εδώ είτε το θέλεις είτε όχι. Πήρα μια βαθιά ανάσα σαν να ετοιμαζόμουνα να βάλω τη πιο δυνατή τσιριξιά της ζωής μου. Με είδε, σάστισε, μου είπε εντάξει φεύγω και απομακρύνθηκε. Δεν ξέρω ούτε εγώ με τί ταχύτητα έτρεξα σπίτι.
Εσύ όμως, αν βρισκόσουν στη στάση ή στο απέναντι πεζοδρόμιο και με άκουγες και με έβλεπες... Εσύ τί θα έκανες;